όρπη

όρπη
η, ΝΜΑ
1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα
2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι συγκρατούσαν το ένδυμα στον δεξιό ή και στους δύο ώμους ή στο στήθος ή στον ζωστήρα, κόσμημα που εμφανίστηκε κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους με τη μορφή τής απλής παραμάνας και διαδόθηκε αργότερα, αποκτώντας πιο σύνθετη μορφή
νεοελλ.
1. στρ. ο πόρπαξ
2. ναυτ. μεταλλικός κρίκος στο κατάστρωμα ή στα πλευρά μικρού σκάφους στον οποίο στερεώνονται με δέσιμο διάφορα σχοινιά, κν. μάπα
αρχ.
1. περόνη για διατρύπηση («πόρπας λαβοῡσας, τὰς ταλαιπώρους κόρας κεντοῡσιν», Ευρ.)
2. καρφίτσα για μαλλιά («ἢ πόρπη τις ἢ ταινία τὸ ἄφετον τῆς κόμης συνδέουσα», Λουκ.)
3. διακοσμητικό και συμβολικό έμβλημα βασιλέων καθώς και Ρωμαίων αξιωματούχων («καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πόρπην χρυσῆν, ὡς ἔθος ἐστὶ δίδοσθαι τοῑς συγγενέσι τῶν βασιλέων», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόρπη πιθ. < *πόρ-πρ- έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας περ- τού πείρω* «διαπερνώ, διατρυπώ» με εκφραστικό διπλασιασμό πορ-].
————————
ὄρπη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σίδηρος, ἐν ᾧ τὸν ἐλέφαντα τύπτουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ἅρπη «δρεπάνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρπήκων — ὀρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρπήκεσσι — ὁρπή̱κεσσι , ὄρπηξ sapling masc dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρπήκων — ὁρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρπηκα — ὄρπη̱κα , ὄρπηξ sapling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρπηκας — ὄρπη̱κας , ὄρπηξ sapling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρπηκες — ὄρπη̱κες , ὄρπηξ sapling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρπηκι — ὄρπη̱κι , ὄρπηξ sapling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρπηκος — ὄρπη̱κος , ὄρπηξ sapling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρπηξ — ὄρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρπηκα — ὅρπη̱κα , ὄρπηξ sapling masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”